Μυκάλῃ

Μυκάλῃ
Μυκάλη
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μυκάλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκάλη — η βουνό της Μικράς Ασίας και ομώνυμη χερσόνησος απέναντι από τη Σάμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Микале — (Μυκάλη, теперь Самсун Даг) западный, покрытый лесом отрог Ионийских Мессоштских гор, возвышается против острова Самос, образуя мыс Канапица (греческое) или S. Maria (итальянское название), в древности носивший имя Трогилия. В проливе между М. и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Μυκάλαις — Μυκάλη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκάλην — Μυκάλη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκάλης — Μυκάλη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mycale — Mount Mycale Μυκάλη Samsun Daği The flanks of Mycale behind Priene Elevation …   Wikipedia

  • ЛИДИЯ —    • Lydĭa,          Λυδία, область, занимавшая середину западного берега Малой Азии и называвшаяся первоначально Меонией (Μηονίη, Μαιονία); позднее же последним именем называлась восточная часть Л. по верхнему течению реки Герма и к югу от горы… …   Реальный словарь классических древностей

  • MYCALE — I. MYCALE Graece Μυκάλη, urbs Cariae, et mons, apud Stephanum: Μυκάλη, πόλις Καρίας. Δίδυμος δὲ ὄρος τὴν Μυκάλην φασίν. Ε᾿κλήθη δὲ, ἐπεὶ αἱ λοιπαὶ Γοργόνες ἐπὶ τόκῳ μυκώμεναι, τὴν κεφαλὴν Μεδούσης ἀνεκαλοῦντο. ὁ. δὲ Μυχάλην αὐτήν φασιν, ἐπεὶ εν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πριήνη — Αρχαία ελληνική πόλη στην Καρία της Μικράς Ασίας, κοντά στην ακτή, στους νότιους πρόποδες του όρους Μυκάλη. Τον 8o αι. π.Χ., η πόλη μπήκε στην ομοσπονδία των ιωνικών πόλεων και αργότερα πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον των Περσών, οι οποίοι την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”